αναγκαστικώς
Смотреть что такое "αναγκαστικώς" в других словарях:
ἀναγκαστικῶς — ἀναγκαστικός compulsory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστικῶς — ἀναγκαστικός compulsory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)